- λεύσσω
- λεύσσω (Α)1. κοιτάζω, βλέπω κάποιον ή κάτι (α. «λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλη», Ομ. Ιλ.β. «λεύσσετε... οἷα πάσχω», Σοφ.)2. απόλ. ρίχνω το βλέμμα μου, ατενίζω (α. «Κυκλώπων ἐς γαῑαν ἐλεύσσομεν», Ομ. Οδ.β. «κυανοῡν δ'ὄμμασι λεύσσων φονίου δέρμα δράκοντος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύσσω ανάγεται σε τ. *leuk-yo < ΙΕ ρίζα *leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια με σημ. «φως» (πρβλ. λευκός, λύχνος). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. lokate «παρατηρώ, διακρίνω», εκ παραλλήλου με τον τ. rocate «λάμπω», με χεττιτ. luk-zi «γίνομαι φωτεινός», λατ. lūceō «λάμπω», τοχαρ. Α' lk-ā-m «βλέπω», τοχαρ. Β' lkā-sk-an].
Dictionary of Greek. 2013.